- ἐπιτράπεζος
- ἐπιτρᾰπεζ-ος, ον, = foreg. I,A
τὰ ἐ. σκεύη Thphr.Lap.42
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰ ἐ. σκεύη Thphr.Lap.42
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιτράπεζος — ἐπιτράπεζος, ον (AM) μσν. αυτός που λέγεται στο τραπέζι αρχ. επιτραπέζιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τράπεζα] … Dictionary of Greek
ἐπιτράπεζος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτράπεζα — ἐπιτράπεζος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek